αλδεΰδες

αλδεΰδες
Οργανικές ενώσεις, στο μόριο των οποίων μετέχει μια ομάδα ατόμων με χαρακτηριστική δομή, η λεγόμενη αλδεϋδομάδα. Αυτή αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα, ένα υδρογόνου και ένα οξυγόνου (-CHO). Είναι γνωστές διάφορες χρωστικές αντιδράσεις που χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση των αλδεϋδών. Μία από αυτές είναι η αντίδραση Άντζελι - Ρίμινι, η οποία προκαλεί ερυθρά χρώση των διαλυμάτων που περιέχουν α. Οι α. μπορούν να παρασκευαστούν, π.χ., με ήπια οξείδωση πρωτοταγών αλκοολών. Οι τελευταίες, με την παρουσία ουσιών ικανών να ελευθερώσουν οξυγόνο, χάνουν πράγματι δύο άτομα υδρογόνου και μετασχηματίζονται σε α. Η ονομασία τους προέρχεται από τα πρώτα γράμματα των λέξεων ALcool DEHYDrogenatum (αλκοόλη αφυδρογονωμένη). Οι α. αντιδρούν με υδρογόνο σε ατομική κατάσταση και μετασχηματίζονται σε πρωτοταγείς αλκοόλες κατά μια πορεία που είναι ακριβώς η ανάστροφη της αντίδρασης παρασκευής τους. Αντιδρώντας με όξινα θειώδη άλατα των αλκαλίων, σχηματίζουν κρυσταλλικά προϊόντα λίγο διαλυτά, που εύκολα ξαναδίνουν τις αρχικές α. και έτσι η αντίδραση αυτή αξιοποιείται για την απομόνωση των α. από τα μείγματα στα οποία περιέχονται. Με υδροκυάνιο σχηματίζουν μια ομάδα ενώσεων που λέγονται κυανυδρίνες. Οι α. εύκολα οξειδώνονται· τείνουν να αφαιρούν οξυγόνο από τις ενώσεις με τις οποίες έρχονται σε επαφή, έχουν δηλαδή αναγωγικές ιδιότητες. Με οξείδωση μετατρέπονται σε οξέα. Έχουν εξάλλου τάση να πολυμερίζονται. Το φαινόμενο, που μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε αυθόρμητα είτε με την παρουσία ειδικών καταλυτικών ουσιών, με τη συμπύκνωση ενός ορισμένου αριθμού μορίων α. οδηγεί στον σχηματισμό ενός πιο πολύπλοκου μοριακού συστήματος. Γενικά, η χρησιμότητά τους στη βιομηχανία των πλαστικών υλών βασίζεται στην ικανότητά τους να πολυμερίζονται. Το υδατικό διάλυμα της μυρμηκικής αλδεΰδης χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλδεΰδες — οι (χημ.), οργανικές ενώσεις χρήσιμες στην αρωματοποιία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσαναλογία — Η έλλειψη αναλογίας, συμμετρίας. (Χημ.) Οξειδοαναγωγικό, διαμοριακό φαινόμενο, που συντελείται όταν δύο μόρια αλδεϋδών ειδικού χημικού τύπου υποβάλλονται σε αντίδραση με την παρουσία ισχυρών αλκάλεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ένα από τα δύο… …   Dictionary of Greek

  • κετόνες — Ομάδα οργανικών ενώσεων με τον γενικό χημικό τύπο:  Oι κ. περιέχουν στο μόριό τους μια χαρακτηριστική ομάδα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα ενωμένο με έναν διπλό δεσμό με ένα άτομο οξυγόνου. Η ομάδα αυτή ονομάζεται καρβονύλιο (C = Ο) και… …   Dictionary of Greek

  • θειαλδεΰδες — Θειούχες οργανικές ενώσεις, ανάλογες με τις αλδεΰδες. Περιέχουν στο μόριό τους τη μονοσθενή ρίζα C(=S=Ο)Η. Παρασκευάζονται με επίδραση υδροθείου στις αλδεΰδες, είναι ασταθείς, πολυμερίζονται εύκολα και δίνουν ενώσεις με τριπλάσιο μοριακό βάρος. * …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • -αλη — Χημ. κατάληξη οργανικών ενώσεων που περιέχουν αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) στο μόριό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη, με την οποία σχηματίζονται στην επιστημονική ορολογία όροι χημικών συστατικών, σύνθετων με αλδεΰδες, απ όπου αποσπάστηκε το …   Dictionary of Greek

  • αιθαλομίχλη — Μείγμα καπνού και ομίχλης που παρουσιάζεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, πάνω από μεγάλα αστικά κέντρα και βιομηχανικές περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ρυπογόνων παραγόντων. Είναι επίσης γνωστή ως νέφος και θεωρείται από τους βασικότερους… …   Dictionary of Greek

  • αλδεϋδαλκοόλες — ή οξυαλδεΰδες, οι Χημ. οργανικές ενώσεις οι οποίες περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) και υδροξύλιο ( ΟΗ). Οι πιο γνωστές αλδεϋδαλκοόλες είναι η γλυκολαλδεΰδη και η αλδόλη. Αλδεϋδαλκοόλες είναι επίσης και πολλοί υδατάνθρακες (σάκχαρα) …   Dictionary of Greek

  • αλδεϋδορητίνες — οι Χημ. άμορφα κιτρινόφαια σώματα, που σχηματίζονται κατά την επίδραση πυκνών καυστικών αλκαλίων στην ακεταλδεΰδη και τα ομόλογά της. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aldehyde resin < aldehyde «αλδεΰδη» (πρβλ. αλδεΰδες) +… …   Dictionary of Greek

  • αλδεϋδοφαινόλες — οι Χημ. οργανικές ενώσεις που συμπεριφέρονται σαν αλδεΰδες και παρουσιάζουν επίσης ιδιότητες τών φαινολών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”